-
1 τρόμος
τρόμος, ὁ, das Zittern, Beben, dah. Furcht, Schrecken; Hom. ὑπὸ δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα Il. 3, 34, u. öfter; πάντας ἕλε τρόμος 19, 14, u. sonst; τρόμος μ' ὑφέρπει Aesch. Ch. 456; Eur. Bacch. 607 Herc. Fur. 627; τρόμος καὶ ῥῖγος Plat. Tim. 62 b; χειμῶνα καὶ τρόμον ἐντὸς παρέχει 85 e.
-
2 τρόμος
τρόμος, ὁ,A trembling, quaking, quivering,1 from fear,πάντας ἕλε τ. Il.19.14
;ὑπό τε τ. ἔλλαβε γυῖα 3.34
, etc.;τ. μ' ὑφέρπει A.Ch. 463
(lyr.), cf. E.Ba. 607 (troch.);τ. καὶ ἔκστασις Ev.Marc.16.8
; from love,τ. δὲ παῖσαν ἄγρει Sapph. 2.13
: pl., shiverings, Hp.Coac.92.2 from cold,τ. καὶ ῥῖγος Pl.Ti. 62b
, cf. 85e;γίνεται ὁ τ. διὰ κατάψυξιν Arist.Pr. 871a33
: generally,ἰνῶν ἀτονία καὶ τ. Phld.Acad.Ind.p.76M.
;περὶ τ. Gal.7.584
.3 of earthquakes, Arist.Mete. 366b18, Mu. 396a10;σεισμοὶ ἐν γῇ καὶ τρόμοι Plu.2.373d
. -
3 трепет
-а α.1. τρεμούλιασμα• ταλάντευση• κλονισμός2. χτύπος, παλμός. || μαρμαρυγή, αναλαμπή, λαμπύρισμα, τρεμοφέγγισμα.3. διέγερση ψυχική• ρίγος•трепет восторга ρίγος από ενθουσιασμό.
|| μτφ. οργασμός, ζωηρή κίνηση.4. μτφ. ανατριχίλα, φρίκη, φόβος και τρόμος.
См. также в других словарях:
τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek
ρίγος — το / ῥῑγος, ΝΜΑ ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή … Dictionary of Greek
τρεμούλα — η 1. τρεμούλιασμα, τρεμουλιαστή κίνηση: Τα χέρια του γέρου έχουν τρεμούλα. 2. ρίγος, ανατριχίλα: Είδε ποντικό και ένιωσε τρεμούλα. 3. τρόμος, μεγάλος φόβος: Ήταν μπροστά στο φονικό και έπαθε τρεμούλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)